- Χρόνιοι
- Χρόνιοςafter a long timemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρόνιοι — χρόνιος after a long time masc nom/voc pl χρόνιος after a long time masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
давьныи — (32) пр. 1. Древний: къ грѣхѹ влѣкомъ ѥсть. отъ давънаго наѹка привлачимъ. Изб 1076, 221 об.; доже и донынѣ давныи ѡнъ ѡбычаи творѩть. (τὴν παράδοσιν) ГА XIII–XIV, 157б; комкань˫а же не лишить(с). поне же давныи ѥсть канонъ. (ἀρχαῖος) ПНЧ XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
χρόνιος — α, ο / χρόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [χρόνος] 1. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, που εξακολουθεί να υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. ιατρ. (για ασθένειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από βραδεία εξέλιξη και μεγάλη χρονική διάρκεια αρχ. 1 … Dictionary of Greek